απειράκις

απειράκις
ἀπειράκις επίρρ. (Α) [άπειρος (II)]
άπειρες, αναρίθμητες φορές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπειράκις — times without number indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεράγνωστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι αδύνατο να γίνει γνωστός («θεότης ὑπεράγνωστος καὶ πάσης ἀπειρίας ἀπειράκις ἐξηρημένη», Μαξ.). επίρρ... ὑπεραγνώστως Μ με τρόπο που είναι αδύνατο να γίνει γνωστό κάτι, πέρα από τα όρια τής γνώσης …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԲԱՒԱԿԻ — ( ) NBH 1 0121 Chronological Sequence: 8c մ. ἁπειράκις infinite Անբաւ անգամ. յանբաւս. անհնապէս. *Անբաւակի անբաւս գոյից զօրութեանց այլս ածել յառաջ. Դիոն. ածայ. ՟Ը …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”